- επτάδυμος
- -η, -ο1. ο εφτάδιπλος.2. που γεννήθηκε στον ίδιο τοκετό μαζί με άλλους έξι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επτάδυμος — η, ο (AM ἑπτάδυμος, ον) αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλους έξι στον ίδιο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς το δίδυμος*] … Dictionary of Greek
ἑπτάδυμα — ἑπτάδυμος seven at a birth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek